- μιταριά
- η [μιτάρι]το μιτάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιτάρια — τα βλ. μιτάρι … Dictionary of Greek
ανακρέμαση — η 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. η εκ νέου ανάρτηση, ξανακρέμασμα 3. η πρόσδεση τών τελευταίων άκρων τού στημονιού κατά το τέλος τής ύφανσης σε ραβδί που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια* 4. συγκέντρωση νεφών… … Dictionary of Greek
ανακρεμασίδι — το [ανακρέμαση] 1. πέτρα κρεμασμένη με σχοινί από το πίσω αντί* για να κρατάει με το βάρος του τεντωμένο το στημόνι* 2. ράβδος κρεμασμένη με σχοινί από το αντί, κατά μήκος τής οποίας προσδένονται προς το τέλος τής ύφανσης τα άκρα τού στημονιού… … Dictionary of Greek
ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… … Dictionary of Greek
μιτάρωμα — το [μιταρώνω] το πέρασμα τών νημάτων τού στημονιού στα μιτάρια … Dictionary of Greek
μιταρώνω — [μιτάρι] περνώ τα νήματα τού αργαλειού στα μιτάρια … Dictionary of Greek
μιτώνω — (Α μόνο το μέσ. μιτοῡμαι, όομαι) [μίτος] περνώ τα νήματα τού αργαλειού στα μιτάρια αρχ. 1. (για τη Μοίρα) κλώθω («Μοῑρα οὕτω ἐμιτώσατο», επιγρ.) 2. φρ. μτφ. «φθόγγον μιτοῡμαι» κάνω τη φωνή μου να ηχήσει σαν χορδή … Dictionary of Greek
πατήθρα — η 1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση τού υφαντικού ιστού, τού αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό 2. ο ποδοκίνητος… … Dictionary of Greek